άκωπος

άκωπος
η , ο [ος , ον ] не имеющий вёсел

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "άκωπος" в других словарях:

  • άκωπος — και άκουπος, η, ο (Α ἄκωπος, ον) [κώπη] αυτός που δεν έχει κουπιά …   Dictionary of Greek

  • ἄκωπον — ἄκωπος unpitched masc/fem acc sg ἄκωπος unpitched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλόκωπος — ο (για πλοίο) 1. ονομασία πλοίου στα πέλματα τού οποίου κάθονται ανά δύο κωπηλάτες 2. γεν. πλοίο με δύο κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο + κωπος < κώπη «κουπί» (πρβλ. άκωπος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»